- οστεαλγία
- η мед. боль, ломота в костях
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οστεαλγία — και οσταλγία, η ιατρ. κάθε πόνος τών οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + αλγία (< αλγής < ἄλγος), πρβλ. νευρ αλγία] … Dictionary of Greek
οστεαλγικός — ή, ό [οστεαλγία] ιατρ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οστεαλγία 2. αυτός που πάσχει από οστεαλγία … Dictionary of Greek
οσταλγία — η βλ. οστεαλγία … Dictionary of Greek
οστεωδυνία — η οστεαλγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + ὀδύνη. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek